- ευαντίλεκτος
- -η, -ο(για δοξασία ή λογικά επιχειρήματα κ.λπ.) αυτός που μπορεί να προταθεί εύλογα σε αντιλογία, αντίρρηση ή ανασκευή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αντι-λεκτος (< αντι-λέγω), πρβλ. αν-αντίλεκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.